- φυματίας
- ὁ, Α1. αυτός που έχει φύματα, εξογκώματα ή οιδήματα στο σώμα2. φυματικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦμα, φύματος + κατάλ. -ίας* (πρβλ. πλασματ-ίας, τραυματ-ίας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυματίαι — φυματίας one who has tumours masc nom/voc pl φυματίᾱͅ , φυματίας one who has tumours masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)